- στραγγεῖα
- στραγγεῖονmedicine-dropperneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στραγγεία — στραγγείᾱ , στραγγεία hesitation fem nom/voc/acc dual στραγγείᾱ , στραγγεία hesitation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγεία — ἡ, Α [στραγγεύω] δισταγμός, επιφυλακτικότητα … Dictionary of Greek
τευτασμός — ὁ, Α [τευτάζω] (κατά τον Ησύχ.) «στραγγεία» … Dictionary of Greek